ἀνάστασις

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάστᾰσις Medium diacritics: ἀνάστασις Low diacritics: ανάστασις Capitals: ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: anástasis Transliteration B: anastasis Transliteration C: anastasis Beta Code: a)na/stasis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ,    I Act., (ἀνίστημι) making to stand or rise up, raising up the dead, ἀνδρὸς δ' ἐπειδὰν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις . . οὔτις ἔστ' ἀ. A.Eu.648; ἔλαβον . . ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν Ep.Heb.11.35.    2 making to rise and leave their place, removal, as of suppliants, ἀ. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Th.1.133; ἀ. τῆς Ἰωνίας removal of the Greeks from Ionia [for safety], Hdt.9.106: mostly in bad sense, desolation, ἅλωσιν Ἰλίου τ' ἀνάστασιν A.Ages.589; πόλεων ἀ. Id.Pers. 107, cf. E.Tr.364; τῆς πατρίδος D.1.5; disturbance, Hp.Decent..3 (pl.).    3 setting up, erection, τειχῶν D.20.72; τροπαίου Plu. 2.873a; εἰκόνος GDI3505.20 (Cnidus), cf. IPE12.34.8 (Olbia), Arr. An.4.11.2; οἰκοδομημάτων Luc.Phal.1.3 (pl.).    II (ἀνίσταμαι) standing or rising up, πόδες ἀναστάσεως χάριν Arist.Spir.485a18, cf. Id.Fr.156.    2 rising and moving off, removal, στρατεύματος Th. 7.75, cf. 2.14.    3 rising up, ἐξ ὕπνου S.Ph.276.    b esp. for the stool, dub. in Hp.Epid.6.7.1: hence, motions, Id.Coac.605, Dieuch. ap.Orib.4.6.2.    c rising again after a fall, Ev.Luc.2.34.    d rising from the dead, Τυνδάρεω Luc.Salt.45; εἰς ἀνάστασιν [fort. βλέποντες] IGRom.4.743 (Eumeneia, iii A.D.): freq. in N.T., Ev.Matt. 22.23, al.; ἀ. νεκρῶν Act.Ap.23.6; ἀ. ζωῆς, κρίσεως Ev.Jo.5.29; ἀπὸ σώματος ἀ. Plot.3.6.6.

German (Pape)

[Seite 208] ἡ, 1) das Aufstehen, ἐκ τοῦ ἱεροῦ, und Weggehen daraus, Thuc. 1, 133; Abzug des Heeres, 7, 75; ἐξ ὕπνου, das Erwachen aus dem Schlafe, Soph. Phil. 276; θανόντος οὔτις ἔστ', Auferweckung, Aesch. Eum. 618. Dah. Auferstehung von den Todten, N. T. u. K. S. – Auch das Genesen von einer Kran Kheit? – Aufstand, τῶν ἀντιπολιτευομένων, Pol. 30, 7 (Bekk. ἀνατάσεις); vgl. 40, 2. – 2) transit., a) das Aufstehenlassen, Aufrichten, τειχῶν, Wiederaufbau der Mauern, Dem. Lept. 72. – b) bes. aber das Vertreiben aus den Wohnungen (s. ἀνάστατος), ἀν. καὶ ἀνδραποδισμὸς τῆς πατρίδος, für τῶν πολιτῶν, Dem. 1, 5; Plut. Flam. 15; seltener im guten Sinne, Versetzung, τῆς Ἰωνίης, für τῶν Ἰώνων, Her. 9, 106; – Zerstörung, πόλεων, Ἰλίου, Aesch. Pers. 107 Ag. 575; δόμων Eur. Tr. 364.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστᾰσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ. Ι. ἐνεργ. (ἀνίστημι) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ, τὸ ἐκ νέου ἐγείρειν νεκρόν, ἀνδρὸς δ’ ἐπειδὰν αἷμ’ ἀνασπάσῃ κόνις ἅπαξ θανόντος, οὔτις ἔστ’ ἀνάστασις Αἰσχύλ. Εὐμ. 648, πρβλ. Πόρσωνος Φοιν. 581. 2) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ καὶ ἀφήσῃ τὸ μέρος ἔνθα ἵστατο, μετατόπισις, ὡς ἐπὶ ἱκετῶν, ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 1. 133· περὶ ἀναστάσιος τῆς Ἰωνίης, περὶ μετοικισμοῦ τῶν κατοίκων τῆς Ἰωνίας [[[χάριν]] ἀσφαλείας], Ἡρόδ. 9. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 14: ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀναστάτωσις, ἀνατροπή, καταστροφή, ὄλεθρος, ἅλωσιν Ἰλίου τ’ ἀνάστασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 589· πόλεων ἀν. ὁ αὐτ. Πέρσ. 107, Εὐρ., τῆς πατρίδος Δημ. 10. 17. 3) ἀνέγερσις, τειχῶν Δημ. 478. 24· τροπαίου Πλούτ. 2. 873Α· εἰκόνος Ἐπιγρ. Κνιδ. ἐν Newton σ. 760. ΙΙ. (ἀνίσταμαι) τὸ ἀνεγείρεσθαι, ἰδίως εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Ast. Πλάτ. Πολ. 4. 4· ὅταν τις προκαλούμενος εἰς μονομαχίαν δέχηται καὶ ἀνίσταται, ὡς π.χ. ὁ Μενέλαος παρ’ Ὁμήρῳ, ― ὅτι τὸ πρότερον ἐκ φιλονεικίας ἡ ἀνάστασις Ἀριστ. Ἀποσπ. 151. 2) ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ στρατοπέδου καὶ ἀναχώρησις, ἡ ἀνάστασις ἤδη τοῦ στρατεύματος.. ἐγίγνετο Θουκ. 7, 75· ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὁ αὐτ. 1. 133. 3) ἐξέγερσις ἐκ τοῦ ὕπνου, ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. ἐξ ὕπνου στῆναι τότε; Σοφ. Φ. 276. β) ἀνέγερσις μετὰ προηγηθεῖσαν πτῶσιν, ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 34. γ) ἡ ἐκ νεκρῶν ἔγερσις, καὶ τὴν Τυνδάρεω ἀνάστασιν Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 45: ― ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. ἡ Ἀνάστασις (τοῦ Κυρίου καὶ ἡ παγκόσμιος ἀνάστασις τῶν νεκρῶν).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. (ἀνίστημι);
1 action d’élever (des murs, un trophée);
2 destruction, ruine;
II. (ἀνίσταμαι);
1 action de se lever;
2 résurrection;
3 action de s’éloigner, de sortir ; émigration, départ.
Étymologie: ἀνίστημι.