ἀπαντλέω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαντλέω Medium diacritics: ἀπαντλέω Low diacritics: απαντλέω Capitals: ΑΠΑΝΤΛΕΩ
Transliteration A: apantléō Transliteration B: apantleō Transliteration C: apantleo Beta Code: a)pantle/w

English (LSJ)

   A draw off from, ἀ. χθονὸς ὕβρισμα θνητῶν E.Or.1641; lighten, τί σοι οἷοί τε θνητοὶ τῶνδ' ἀπαντλῆσαι πόνων; A.Pr.84; ἀ. τὸ ὑγρόν Arist.Pr.870b16; opp. ἐπιχέω, Pl.R.407d.    II c. acc. only, lighten, lessen, βάρος ψυχῆς E.Alc.354; τῶν ἐγκαλουμένων ἀπηντληκώς τι having shed some of his faults, Phld.Lib.p.35 O.:—in Pass., Ph. 1.266, Plu.Alex.57.

German (Pape)

[Seite 279] abschöpfen, Plut. Alex. 57; πόνων τί τινι, abnehmen, Aesch. Prom. 84; ὕβρισμα χθονός, wegnehmen, Eur. Or. 1657; βάρος ψυχῆς Alc. 354; erschöpfen, σώματα διαίταις ἀπαντλοῦντα Plat. Rep. III, 407 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαντλέω: ἀνασύρω ἀπό τινος· ἀπ. χθονὸς ὕβρισμα θνητῶν Εὐρ. Ὀρ. 1641· ἐξέλκω, ἀνέλκω, ἀφαιρῶ· πόνους τινὶ Αἰσχ. Πρ. 84· ἀπ. τὸ ὑγρὸν Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιχέω (ὃ ἴδε). ΙΙ. μ. αἰτ. μόνον ἐλαφρύνω, σμικρύνω, ἐλαττῶ, βάρος ψυχῆς Εὐρ. Ἄλκ. 354· τὰ σώματα διαίτας ἀπ. Πλάτ. Πολ. 407D. - Ἐν τῷ Παθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Φίλων 1. 266. - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ἀπαντλητέον, πρέπει τις νὰ ἀντλῇ ἢ νὰ ἀντλήσῃ, ν’ ἀνασύρῃ, ὕδωρ π.χ., Γεωπ. 6. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἀπήντλουν, ao. ἀπήντλησα;
1 puiser;
2 épuiser, supprimer : ἀπ. βάρος ψυχῆς EUR alléger le poids de l’âme ; πόνων τί τινι ESCHL apporter quelque allégement aux peines de qqn.
Étymologie: ἀπό, ἀντλέω.