πάνδεινος

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδεινος Medium diacritics: πάνδεινος Low diacritics: πάνδεινος Capitals: ΠΑΝΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: pándeinos Transliteration B: pandeinos Transliteration C: pandeinos Beta Code: pa/ndeinos

English (LSJ)

ον,

   A all-dreadful, terrible, πάνδεινον ἡ ἀδικία Pl.R.610d, cf. 605c; πρᾶγμα D.54.33, cf. Men. Sam.212, Ruf.Fr.69; πάνδεινα πεπονθέναι Luc.Prom.8; πάνδεινόν [ἐστι] it is outrageous, D.23.79, cf. PTeb.27.34 (ii B. C.), Phld.Ir.p.86 W.    II very able, c. inf., Pl. Plt.290b; ironically, D.19.120.

German (Pape)

[Seite 457] ganz furchtbar, gewaltig; πάνδεινον φανεῖται ἡ ἀδικία, Plat. Rep. X, 610 d; πάνδεινα πεπονθέναι, Luc. Prom. 8; – ganz geschickt, tüchtig, c. inf., Plat. Polit. 290 b; Dem. 26, 23; Sp., πάνδεινος ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής, Luc. rhet. praec. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πάνδεινος: -ον, ὁ κατὰ πάντα δεινός, πολὺ φοβερός, ἡ ἀδικία Πλάτ. Πολ. 610D, πρβλ. 605C πρᾶγμα Δημ. 1267˙ 17˙ πάνδεινα πεπονθέναι Λουκ. Προμ. 8˙ - πάνδεινόν ἐστι, εἶναι πρᾶγμα φοβερώτατον, Δημ. 646. 23. ΙΙ. εὐφυὴς εἰς πάντα, ἱκανώτατος, δεξιώτατος, Πλάτ. Πολιτ. 290Β˙ εἰρωνικῶς, Δημ. 378. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait redoutable, terrible.
Étymologie: πᾶν, δεινός.