ἀπρόοπτος
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ον,
A unforeseen, A.Pr.1074 (lyr.); ἐξ-όπτου Aesop.330. Adv. -τως PAmh.2.154.7 (vi A. D.). II Act., not foreseeing, unwary, Poll.1.179; ἀ. τοῦ μέλλοντος Id.3.117. Adv. -τως Sor.1.71, Ael.NA1.8.
German (Pape)
[Seite 339] unvorhergesehen, Aesch. Prom. 1076; ἐξ ἀπροόπτου Aesop. 110; adv., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόοπτος: -ον, ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προΐδῃ. - Ἐπίρρ. -τως Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 1038F. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προβλέπων, ὁ μὴ περιμένων τι, Πολυδ. Α΄, 179· ἀπρόοπτος τοῦ μέλλοντος ὁ αὐτ. Γ΄, 117.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
imprévu.
Étymologie: ἀ, προόψομαι.