δύσθετος
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ον, (τίθημι)
A in bad case, κακόν Ph.1.97; τὸ δ. bad condition, J.AJ15.9.6. II hard to set right, Hp.Fract.38 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 681] 1) in schlechter Lage, in übler Stimmung, Hesych.; τὸ δύσθετον, üble Lage, Ios. – 2) Bei Hipp. = schwer einzurichten, wie δυσέμβολος.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθετος: -ον, (τίθημι) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ κατάστασις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. δυσέμβλητος, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à placer, à remettre;
2 mal disposé.
Étymologie: δυσ-, τίθημι.