διαδιδράσκω
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
Ion. διαδιδρήσκω, aor. 2 part.
A -δράντας Hdt.8.75: pf. -δέδρᾱκα Ar.Ach.601:—run away, escape, Hdt. l. c., Th.7.85, PPetr.2p.101 (iii B. C.), etc.; διαδεδρακότες shirkers, Ar. l.c. 2 c. acc., escape from, τινά Hdt.3.135, etc.; τὸ πάθος, τὸν ὄλεθρον, Aret. SA1.10,2.8:—Pass., Hsch. 3 fly in all directions, LXX 2 Ma.8.13.
German (Pape)
[Seite 576] (s. διδράσκω), entfliehen, τινά, Her. 8, 75 u. öfter; Ar. Ach. 601; Thuc. 7, 58 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
διαδιδράσκω: μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - ἐκφεύγω, φεύγω μακράν, δραπετεύω, Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., φεύγω τι, φεύγω μακράν τινος, ἐκφεύγω, τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.
French (Bailly abrégé)
part. ao. διαδράς;
s’enfuir : δ. τινα échapper à qqn en fuyant.
Étymologie: διά, διδράσκω.