γνωμοτύπος
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
[ῠ], ον, (τύπτω)
A maxim-coining, sententious, Id.Ra.877, Nu.952 (lyr.); γ. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Arist.Rh.1395a7.
German (Pape)
[Seite 498] Denksprüche prägend; ἄνδρες Ar. Ran. 876; μέριμναι Nubb. 940; vgl. Arist. rhet. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμοτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ἀποφθέγματα γνωμικὰ ποιῶν, ἀποφθεγματικῶς ὁμιλῶν, Ἀριστοφ. Βατρ. 877, Νεφ. 950· γν. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 21,9. ― γνωμοτυπία Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forge des sentences, sentencieux.
Étymologie: γνώμη, τύπτω.