ἀργέλοφοι
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
οἱ,
A the legs and feet of a sheep-skin, and so generally, offal, Ar.V.672.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργέλοφοι: -ων, οἱ, «ἀργέλοφοι, Ἀττικῶς˙ σημαίνει δὲ τοὺς ποδεῶνας τῶν κωδίων καὶ τῶν ἀσκῶν˙ ποδεὼν δὲ Ἰωνικῶς» Φρύν. ἐν Α. Β. 8, 14˙ ἄχρηστος, σὺ δὲ τῆς ἀρχῆς ἀγαπᾷς τῆς σῆς τοὺς ἀργελόφους περιτρώγων, «τὰ περιττὰ καὶ ἄχρηστα˙ ἀργέλοφοι γὰρ τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες, οὓς ποδεῶνας καλοῦσι, καὶ οὗτοι ἄχρηστοι (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 672.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
pattes qui restent attachées à une dépouille d’animal ; fig. accessoires, inutiles.
Étymologie: ἀργός², λόφος.