γραμματεύω
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
A to be secretary, hold his office, IG12.392, Th.4.118, etc.: c. dat., IG12.352, etc.; later, c. gen., γ. τοῦ συνεδρίου IG3.752.
German (Pape)
[Seite 504] das Amt eines Schreibers haben, Thuc. 4, 118; Andoc. 1, 96; Xen. Hell. 5, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτεύω: εἰμὶ γραμματεύς, ἔχω τὸ ὑπούργημα τοῦ γραμμ., ἴδε τὴν λ. γραμματεύς· μ. γεν., γρ. τοῦ συνεδρίου Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 964. Ἴδε Meisterh. Gr. σ.238.
French (Bailly abrégé)
être scribe, greffier ou secrétaire.
Étymologie: γραμματεύς.