εἰκοσινήριτος

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκοσῐνήρῐτος Medium diacritics: εἰκοσινήριτος Low diacritics: εικοσινήριτος Capitals: ΕΙΚΟΣΙΝΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: eikosinḗritos Transliteration B: eikosinēritos Transliteration C: eikosiniritos Beta Code: ei)kosinh/ritos

English (LSJ)

ον, (εἴκοσιν, ἀρι- 'count', cf. ἀριθμός) , δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα a ten-, yea

   A twentyfold ransom, Il.22.349.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσινήριτος: -ον, μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 349, εἰκοσινήριτ’ ἄποινα, εἰκοσαπλασίονα λύτρα, (ἐκ τοῦ νήριτος = νήριστος, δηλ. ἄνευ ἔριδος, ἀδιαφιλονεικήτως εἰκοσαπλάσια, ἕτεροι ἐκ τοῦ εἴκοσιν ἐρίζοντα, δηλ. ἐξισούμενα· κατὰ τὸν Σχολ. «εἰκοσάκις ἐξισούμενα τῇ τοῦ σώματος σωτηρίᾳ. τὸ γὰρ ἐρίζειν ἐξισοῦσθαί ἐστιν»).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vingt fois innombrable, càd très grand.
Étymologie: εἴκοσι, νήριτος.