ψάμαθος

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰμᾰθος Medium diacritics: ψάμαθος Low diacritics: ψάμαθος Capitals: ΨΑΜΑΘΟΣ
Transliteration A: psámathos Transliteration B: psamathos Transliteration C: psamathos Beta Code: ya/maqos

English (LSJ)

ἡ (poet., also in a Homeric paraphrase, Plu.2.393e),

   A sand of the sea-shore, ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν... ὡς ὅτε τις ψάμαθον πάϊς ἄγχι θαλάσσης . . συνέχευε Il.15.362; ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ Od. 14.136; ἀμφὶ χλωρὰν ψ. S.Aj.1064; παρακτία ψ. E.IA165 (lyr.), cf. 1054 (lyr.); παρὰ ψ. καὶ θῖν' ἁλός Ar.V.1520 (lyr.): freq. in pl., νῆα . . ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Il.1.486; ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσι Od.3.38, cf. 4.438; of river-sand, Il.21.202, 319.    2 prov. of a countless multitude, ὅσα ψ. τε κόνις τε ib.9.385: pl., grains of sand, φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 2.800; ὁπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται Pi.P.9.47. (Perh. formed by combining ψάμμος and ἄμαθος; similarly ἄμμος (ἅμμος) by combining ἄμαθος and ψάμμος; ἄμαθος is cogn. with Engl. sand.)

German (Pape)

[Seite 1391] ἡ, der Sand, bei Homer niemals vom Sande des Landes, sondern immer von dem durch Gewässer benetzten; meistens vom Sande am Meeresufer, z. B. Iliad. 1, 486, ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσιν Odyss. 3, 38, ἐν ψαμάθοισι ἁλίῃσιν Odyss. 4, 438; vom Flußsande Iliad. 21, 202 und 319. Der Sand des Landes heißt bei Homer ἄμαθος und κόνις und κονία. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 123. – Ψάμαθοι κλονέονται ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς Pind. P. 9, 48; χλωρά Soph. Ai. 1043; παρακτία Eur. I. A. 165; παρὰ ψάμαθον καὶ θῖν' ἁλός Ar. Vesp. 1520. – Uebh. Staub, ὀλίγῃ θῆκαν ὑπὸ ψαμάθῳ Hegesipp. 4 (VII, 276); νεκύων Gaetul. 9 (IX, 409). – Als Bezeichnung der unendlichen Menge, des Unzählbaren, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε Il. 9, 385, φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 2, 800; vgl. Pind. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

ψάμαθος: [ψᾰ], ἡ, (ποιητ. τύπος τοῦ ψάμμος, εὑρισκόμενος καὶ παρὰ Πλουτ. 2. 393 Ε), ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν ἄμμος, ἡ τῆς παραλίας ἄμμος, (ἄμαθος εἶναι ἀμμῶδες ἔδαφος, ἴδε ἐν λ.), ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν .. ὡς ὅτε τις ψάμαθον παῖς ἄγχι θαλάσσης .. συνέχυε Ἰλ. Ο. 362· ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῂ Ὀδ. Ξ. 136· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἄμφὶ χλωρὰν ψάμαθον, ὠχράν, κιτρίνην, ἢ κατ’ ἄλλους ὑγράν, Σοφ. Αἴ. 1064· παρακτία ψ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 165, πρβλ. 1055· παρὰ ψ. καὶ θῖν’ ἁλὸς Ἀριστ. Σοφ. 1520· ― ὡσαύτως συχν. ἐν τῷ πληθ., νῆα .. ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Ἰλ. Α. 486, πρβλ. Ο. 362· ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσιν Ὀδ. Γ. 38, πρβλ. Δ. 438· ὡσαύτως ἐπὶ ποταμίας ἄμμου, Ἰλ. Φ. 202, 319. 2) παροιμ., ἐπὶ πλήθους ἀμέτρου, ὅσα ψάμμαθός τε κόνις τε Ἰλ. Ι. 385· ἐν τῷ πληθ., κόκκοι ἄμμου, φύλλοισιν ἑοικότες ἢ ψαμάθοισιν Β. 800· ὁπόσαι ψάμαθοι κλονέονται ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς Πινδ. Π. 9. 84, (πρβλ. ψάμμος).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 sable du bord de la mer ; αἱ ψάμαθοι grains de sable du bord de la mer ; terre sablonneuse du bord de la mer, dune;
2 sable de rivière.
Étymologie: cf. ἄμαθος.