ἐλύω
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
A roll round (cf. εἰλύω): only aor. 1 Pass., ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη the pole rolled to the ground, Il.23.393; προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς rolled up, crouching before Achilles' feet, 24.510, cf. A.R.3.281, 1.1034; λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς coiled close up... Od. 9.433; ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθείς Archil.103. II in later Ep., = εἰλύω, wrap up, cover, ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς shrouded in them, A.R. 1.254; ἐν πηλοῖσιν ἐλυσθείς Opp.C.3.418, cf. H.2.89; διὰ φλογὸς εἶθαρ ἐ. A.R.3.1313.
German (Pape)
[Seite 803] winden, krümmen, nur in dem aor. ἐλύσθην; ῥυμὸς ἐπ ὶ γαῖαν ἐλύσθη, fuhr gegen die Erde, wurde gegen die Erde gebeugt, Il. 23, 393; sonst nur Partic. ἐλυσθείς, gekrümmt, sich krümmend, wälzend; προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλ. 24, 510; ὑπὸ γαστέρ' ἐλ., unter den Bauch gekrümmt, geschmiegt, Od. 9, 433; sp. D.; ἔρως ὑπὸ καρδίαν ἐλ, ins Herz geschmiegt, Archil. frg. 69; ἐν ψαμάθοισι καὶ ἐν πηλοῖσιν ἐλ., darin versenkt, versteckt, Opp. C. 3, 418, vgl. Hal. 2, 89; ἐν κτερέεσσιν ἐλ., eingehüllt, Ap. Rh. 1, 254; ὁ δ' ἐν ψαμάθοισιν ἐλυσθείς, hingestreckt, 1, 1034. Vgl. εἰλύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλύω: Ἀττ. ἑλύω, κυλίω (πρβλ. εἰλύω): ― ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄ παθ., ῥυμὸς ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη, ἐξεκυλίσθη εἰς τὴν γῆν, Ἰλ. Ψ. 393· προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς, «εἰλυθεὶς» (Σχόλ.), Ω. 510· λασίην ὑπὸ γαστέρ’ ἐλυσθείς, συστραφείς, «ζαρώσας», Ὀδ. Ι. 433· ἔρως ὑπὸ καρδίην ἐλυσθεὶς Ἀρχίλ. 94. ΙΙ. παρὰ μεταγ. Ἐπ. = εἰλύω, τυλίσσω, περιτυλίσσω, καλύπτω, ἐν κτερέεσσιν ἐλυσθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 254· ἐν ψαμάθοισι αὐτόθι 1034· διὰ φλογὸς εἶθαρ ἐλ. ὁ αὐτ. Γ. 1313. Πρβλ. εἰλύω ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Pass.
rouler, se rouler.
Étymologie: R. ϜελϜ, rouler ; cf. lat. volvo.