ἐμφόρησις
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
εως, ἡ,
A greedy eating and drinking, Ath.1.10b; σαρκῶν - σεις Plu.2.472b; τῶν ἀλλοτρίων σωμάτων Porph.Abst.1.34; replelion, Paul.Aeg.6.96.
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, unmäßiger Genuß, Uebersättigung, Ath. I, 10 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφόρησις: -εως, ἡ, ὑπερπλήρωσις, λαίμαργος πολυφαγία καὶ πολυποσία, οὐ διψήσεως ἄκος, ἀλλ’ ἐμφορήσεως ἕνεκα Ἀθήν. 10 Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.
Étymologie: ἐμφορέω.