ἐξανάγω
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
[ᾰγ],
A bring out of or up from, ἐ. τινὰ Ἅιδου μυχῶν E. Heracl.218:—Pass., put out to sea, set sail, of persons, Hdt.6.98, al., S.Ph.571, Th.2.25, etc.; of ships, Hdt.7.194: metaph., τῆς τῶν ψευσμάτων καὶ σοφισμάτων χώρας -αναχθησόμεθα Ph.1.517.
German (Pape)
[Seite 868] (s. ἄγω), heraus- u. herausführen; Ἅιδου τ' ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σόν Eur. Heracl. 219, aus dem Hades auf die Oberwelt herauf, – Med., von einem Orte aus auf die hohe See hinausfahren, absegeln, Soph. Phil. 567; ἐνθεῦτεν ἐξαναχθέντα Her. 6, 98; αἱ νῆες ἐξανάγονται Thuc. 2, 25. 8, 16; Sp.; übertr. τὸ ἐξ Ἀσίης ἐξαναχθὲν στράτευμα, aufbrechen, Her. 7, 184.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανάγω: μέλλ. -άξω, ἐξάγω ἢ ἀναβιβάζω ἔκ τινος τόπου, ᾍδου τ’ ἐρεμνῶν ἐξανήγαγεν μυχῶν πατέρα σὸν Εὐρ. Ἡρακλ. 218. ― Παθ., ἐκπλέω, ἐπὶ προσώπων, ἐντεῦθεν ἐξαναχθέντα Ἡρόδ. 6. 98, κ. ἀλλ., Σοφ. Φιλ. 571, Θουκ. 2. 25, κτλ.· ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 7. 194.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐξανήγαγον, ao. Pass. ἐξανήχθην;
faire remonter;
Moy. ἐξανάγομαι gagner le large.
Étymologie: ἐξ, ἀνάγω.