Ἰνδός
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ή, όν, Indian, Hdt.3.38, al., cf. A.Supp.284; esp. of the drivers of elephants, Phylarch.36 J., Plb.1.40.15, al. 2 Ἰνδός, ὁ, the river Indus, Hdt.4.44, etc. 3 name of a fallacy, Plu.2.133b. II as Adj.,= Ἰνδικός, Indian, AP9.544.1 (Addaeus). 2 Ἰνδή, ἡ, (sc. ἔμπλαστρος) name of a plaster, Orib.Fr.88.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰνδός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, τὸ πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 284 οἱ Ἰνδοί, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὁδηγούντων τοὺς ἐλέφαντας, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F, Πολύβ., κλ. 2) ὁ ποταμὸς Ἰνδός, Λατ. Indus, Ἡρόδ. 4. 44, κτλ. 3) ὄνομα σοφίσματος, Πλούτ. 2. 133Β. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. = Ἰνδικός, Ἀνθ. Π. 9. 544.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
Indien ; οἱ Ἰνδοί les Indiens.
Étymologie:.
2ου (ὁ) :
le fl. Indus en Asie.
Étymologie:.