κορέω
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
(A),
A sweep out, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Od.20.149; τὴν αὐλὴν κόρει Eup.157; κ. τὸ παιδαγωγεῖον D.18.258. II = ἐξυβρίζω, Hsch.: hence κεκορημένος, sens. obsc., Anacr.5.
κορέω (B),
A v. κορέννυμι. κορζία, v. καρδία.
Greek (Liddell-Scott)
κορέω: σπείρω, σαρώνω, καθαίρω, καθαρίζω, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ παιδαγωγεῖον Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. ἐξυβρίζω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· ὅπερ τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ κορέννυμι, ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
nettoyer en balayant, en lavant, acc..
Étymologie: DELG étym. non établie.
2-ῶ :
fut. ion. épq. de κορέννυμι.