ναυσιπέρατος

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσιπέρᾱτος Medium diacritics: ναυσιπέρατος Low diacritics: ναυσιπέρατος Capitals: ΝΑΥΣΙΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: nausipératos Transliteration B: nausiperatos Transliteration C: nafsiperatos Beta Code: nausipe/ratos

English (LSJ)

Ion. νηυσιπέρητος, ον,

   A navigable, Hdt.1.189,193,5.52, Arist.Mete.351a18, D.H.3.44.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσῐπέρᾱτος: Ἰων. νηυσιπέρητος, ον, = ναυσίπορος, πλωτός, ἢ (ἴσως) διαβατὸς διὰ πορθμείου, Ἡρόδ. 1. 189, 193., 5, 52, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28, Διον. Ἁλ. 3. 44. ― Νεώτεροί τινες ἐκδόται γράφουσι διῃρημένως, ναυσὶ περατός, νηυσὶ περητός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traversé par des navires.
Étymologie: ναῦς, περατός.