ὑλομανέω

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλομᾰνέω Medium diacritics: ὑλομανέω Low diacritics: υλομανέω Capitals: ΥΛΟΜΑΝΕΩ
Transliteration A: hylomanéō Transliteration B: hylomaneō Transliteration C: ylomaneo Beta Code: u(lomane/w

English (LSJ)

   A run to wood, of the vine (cf. τραγάω 11), Thphr.CP3.1.5, Sm.Ho.10.1, Gp.5.40.1, etc.; πεδία ὑλομανοῦντα overgrown with thick wood, Str.14.6.5: cf. φυλλομανέω.    2 metaph. of language, etc., run riot, ὑ. τὸ μυθῶδες Plu. 2.15e.

German (Pape)

[Seite 1177] zu sehr ins Holz schießen, bes. vom Weinstock; auch τὰ πεδία ὑλομανεῖ, sind bewachsen mit dichter Waldung, Strab. XIV p. 684.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλομανέω: φύω πολλοὺς βλαστοὺς καὶ φύλλα, αὐξάνω ὑπερβολικῶς, ἔχω τάσιν πρὸς αὔξησιν ταχεῖαν, Λατ. sylv? scere, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου (πρβλ. τραγάω), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 5, κλπ.· τὰ πεδία ὑλομανεῖ, αἱ πεδιάδες καλύπτονται ὑπὸ πυκνοῦ δάσους, Στράβ. 684, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 320. 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, γλώσσης, κτλ., ἀκολασταίνω, αὐθαδιάζω, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 25F.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser tout en bois ; fig. être luxuriant, pulluler.
Étymologie: ὕλη, μαίνομαι.