ὁδεύω

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδεύω Medium diacritics: ὁδεύω Low diacritics: οδεύω Capitals: ΟΔΕΥΩ
Transliteration A: hodeúō Transliteration B: hodeuō Transliteration C: odeyo Beta Code: o(deu/w

English (LSJ)

   A go, travel, ἐπὶ νῆας Il.11.569 ; δι' Ἀδραμυττίου X.An.7.8.8 ; διὰ νυκτός POxy.2153.21 (iii A.D.) ; κοινῶς ὁ. τινί Babr.15.2 ; ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Arist.Fr.41, cf. Hp.Decent.18 : c. acc. cogn., τὴν ἐπὶ Σμύρνης Hippon. 15.1 ; βιότου τρίβον ὁδεύειν Anacreont.38.2.    2 c. acc. loci, travel over, χθόνα πεζὸς ὁ. A.R.4.1441 ; ὁ. τὴν ἔρημον Plu.Eum. 15 ; μέγαν οὐρανόν IG 14.2012A36 ; εἴκοσι . . λυκάβαντας ὁδεύσας Epigr.Gr.226.3 (Teos) :— Pass., ὁδευομένη (with or without ὁδός) thoroughfare, highway, POxy. 1537.18(iii A. D.), Stud.Pal.20.117.6 (V A. D.).    3 Pass., of Ravenna, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη provided with thoroughfares by means of... Str.5.1.7.

German (Pape)

[Seite 292] gehen, wandern; ἐπὶ νῆας, Il. 11, 568; Xen. An. 7, 8, 8, bei Krüger; Sp., wie Hdn. 7, 3, 9; τρίβον, Anacr. 38, 2; Λιβύην, S. Emp. adv. rhet. 105.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδεύω: πορεύομαι, ὑπάγω, ἐπὶ νῆας Ἰλ. Λ. 569· ὁδεύω δι’ Ἀτραμυττίου Ξεν. Ἀν. 7, 8, 8· κοινῶς ὁδ. τινὶ Βαβρ. 15. 2· ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Ἀριστ. Ἀποσπ. 35· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὁδ. τὴν ἐπὶ Σμύρνης Ἱππῶν. 91· ὁδ. τρίβον Ἀνακρεόντ. 41. 2. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, διέρχομαι ταξειδεύων, χθόνα πεζὸς ὁδ. ὡς ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1441, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 15· ὁδ. τὸν οὐρανὸν Ἐπιγρ. 618. 36· εἴκοσι ... λυκάβαντας ὁδεύσας αὐτόθι 226. 4. 3) Παθ, ἐπὶ τῆς Ραβέννης, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη, διὰ γεφυρῶν καὶ πορθμείων περιπατουμένη …, Στράβ. 213.

French (Bailly abrégé)

faire route ; τὴν ἔρημον PLUT traverser le désert.
Étymologie: ὁδός.