πέλμα
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
ατος, τό,
A sole of the foot, Hippon ap.Menon.Iatr. 11.30, LXX Es.4.17 (13.13), PMag.Par. 1.320, Ael.NA 14.3, Artem.5.81 ; of camels, Hdn.4.15.3 ; but τὰ π. τῶν δακτύλων finger-tips, Alex.Aphr. Pr.1.46. 2 sole of the shoe, Hp.Mochl.32, Aen.Tact.31.4, Herod. 7.116, Nic.Fr.85.6, Plb. 12.6.4 ; συάγρεα πέλματα PCair.Zen.692.18 (iii B. C.). II stalk of apples and pears, Gp. 10.25.1.
German (Pape)
[Seite 551] τό, die Sohle am Fuße, Sp.; von Kameelen sagt Hdn. 4, 15, 8 μάλιστα ἔχουσαι ἁπαλὰ τὰ πέλματα; Medic.; auch am Schuh, τῶν ὑποδημάτων, Pol. 12, 6, 4; Eratosth. bei Pol. 7, 90 u. a. Sp. – In Geopon. auch der Stiel an der Birne u. dem Apfel. – Uebb. das Aeußerste von einer Sache, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πέλμα: τό, τὸ ὑποκάτω τοῦ ποδὸς μέρος, ἡ «πατοῦνα», Αἰλ. π. Ζ. 14. 3, Ἀρτεμίδ. 4. 24., 5. 81· τὰ π. τῶν δακτύλων Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 46· ἐπὶ καμήλων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) τὸ κάτω δέρμα τοῦ ὑποδήματος, «πατοῦνα», Ἱππ. Μοχλ. 858, Πολύβ. 12. 6, 4, πρβλ. Νίκ. παρ’ Ἀθην. 370Α. ΙΙ. ὁ μίσχος τῶν μήλων καὶ ἀπίων, Γεωπ. 10. 25, 1. ΙΙΙ. ἡ κονίστρα ἢ ἡ πλατεῖα τοῦ ἱπποδρομίου ἢ τοῦ ἀμφιθεάτρου, Λεόντ. Κύπρ. 1716Β, Χρον. Πασχ. 208, Μαλαλ. 175, 10. (Ἡ ἐτυμολογία ἀμφίβολος).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
plante des pieds.
Étymologie: πέλω.