προλάζυμαι
From LSJ
English (LSJ)
A receive beforehand or by anticipation, c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς E.Ion1027.
German (Pape)
[Seite 732] nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.
Greek (Liddell-Scott)
προλάζῠμαι: ἀποθ., λαμβάνω πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, προαπολαύω, προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, μέρος τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.