σκευασία

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευᾰσία Medium diacritics: σκευασία Low diacritics: σκευασία Capitals: ΣΚΕΥΑΣΙΑ
Transliteration A: skeuasía Transliteration B: skeuasia Transliteration C: skevasia Beta Code: skeuasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A preparing, dressing, esp. of food, ὄψου Id.Ly.209e, Alc.1.117c, Min.316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.Phasm.Fr.2; φαρμάκων D.S.5.74; πυρός Aen.Tact.33.2, 34.1: pl., modes of dressing, recipes, Alex.110.24: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = Com.Adesp.1330.    II furniture, ὄνων Callix.2; furnishing, Stoic.1.68.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Art der Zubereitung, insbes. der Speisen; τὰς σκευασίας πάντων δὲ καὶ τὰς σκευάσεις τούτων ἕτοιμός οἰμι δεικνύειν, Alexis bei Ath. III, 107 d, die Zubereitungsarten und die Zubereitung selbst; περὶ ὄψου σκευασίας, Plat. Alc. I, 113 e; Bast app. ep. cr. p. 52; auch σκευασία μὴ μί' ᾖ τῆς μουσικῆς, Astydam. bei Ath. X, 411 a u. A. Bei Ath. V, 202 e, τῶν ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς, οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον, Geschirr. Uebh. = σύνθεσις, S. Emp. nyrrh. 1, 129.

Greek (Liddell-Scott)

σκευᾰσία: ἡ, (σκευάζω) τὸ παρασκευάζειν, ἑτοιμασία, μάλιστα φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. καθάριος ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., τρόπος παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. ἔπιπλα, ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
préparation, apprêt.
Étymologie: σκευάζω.