ὑπονόστησις
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
εως, ἡ,
A retirement, sinking, subsiding, θαλάσσης Plu. Ant.3; of the Nile, Hld.9.22 (pl.); ὑ. ἀέρος εἰς γῆν, as a definition of an earthquake, Anaxag. ap. D.L.2.9; τοῦ θερμοῦ Gal.1.689: metaph., ἀλαζονείας Ph.Fr.102 H.
German (Pape)
[Seite 1227] ἡ, Rückkehr, – das Heruntergehen, Sinken, Plut. Ant. 3; καὶ αὐξήσεις, vom Nil, Mel. 9, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονόστησις: -εως, ἡ, ὑποστροφή, ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλουτ. Ἀντών. 3· ὑπον. ἀέρος εἰς γῆν, ὡς ὁρισμὸς τοῦ σεισμοῦ, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν Γαλην. τ. 19, σ. 344. 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se perdre sous terre en parl. de l’eau.
Étymologie: ὑπονοστέω.