ἔνορχος
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
ον, (ὄρχις)
A with the testicles in, uncastrated, entire, ἔνορχα . . μῆλ' ἱερεύσειν, i.e. rams, Il.23.147; τὰ ἔ. entire animals, Hp.Vict.2.49; also of palm-trees, Arist.Fr.267 codd. Ath.
German (Pape)
[Seite 850] mit Hoden, Hoden habend, nicht verschnitten; μῆλα, Widder, Il. 23, 147; κριός Synes.; von Palmbäumen, Arist. bei Ath. XIV, 652 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνορχος: -ον, (ὄρχις) ὁ ἔχων ὄρχεις, μὴ εὐνουχισμένος, ἔνορχα... μῆλ’ ἱερεύσειν, ὅ ἐ. κριοὺς ἐνόρχους, καθότι οἱ ἐκτομίαι κριοὶ ἀπεκλείοντο τοῦ θυσιαστηρίου, Ἰλ. Ψ. 147· τὰ ἔνορχα, τὰ ἔχοντα ἤδη τοὺς ὄρχεις ἀνεπτυγμένους, τὰ τέλεια, δηλ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄνορχα, τὰ νεαρὰ ἔτι, Ἱππ. 358. 24: - Ἐν Ἀθην. 652Α πλημμελὴς γραφή: ἐνόρχων, ἀντὶ ἀνόρχων (ὡς διωρθώθη ἤδη). Πρβλ. ἐνόρχης, ἔνορχις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐνόρχης.
English (Autenrieth)
uncastrated, Il. 23.147†.