Ἰκάριος
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
[ῑκᾰ], α, ον, Icarian,
A πόντος Il.2.145; πέλαγος Hdt.6.96.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰκάριος: ῑκᾰ, α, ον, πόντος Ἰκ., τὸ μέρος τοῦ Αἰγαίου πελάγους τὸ μεταξὺ τῶν Κυκλάδων καὶ τῆς Καρίας, ἔνθα ἐλέγετο ὅτι Ἴκαρος ὁ υἱὸς τοῦ Δαιδάλου ἐπνίγη, Ἰλ. Β. 145· Ἰκ. πέλαγος Ἡρόδ. 6. 96 Ἰκάριον μόνον, αὐτόθι 95.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’Icare : πόντος Ἰκάριος IL, Ἰκάριος πέλαγος HDT ou abs. τὸ Ἰκάριον HDT la mer d’Icare, partie de la mer Égée entre les Cyclades et la Carie.
Étymologie: Ἴκαρος.
English (Autenrieth)
Icarius, the brother of Tyndareus, and father of Penelope, Od. 1.276, , Od. 4.797.
πόντος: the Icarian Sea, S. W. of Asia Minor, Il. 2.145†.