πεντηκόσιοι
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
αι, α, Ep. for πεντᾰκόσιοι,
A five hundred, Od.3.7.
German (Pape)
[Seite 559] ep. statt πεντακόσιοι, Od. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκόσιοι: -αι, -α, Ἐπικ. ἀντὶ πεντᾰκόσιοι, Ὀδ. Γ. 7.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πεντακόσιοι.