παλιναίρετος

From LSJ
Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐναίρετος Medium diacritics: παλιναίρετος Low diacritics: παλιναίρετος Capitals: ΠΑΛΙΝΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: palinaíretos Transliteration B: palinairetos Transliteration C: palinairetos Beta Code: palinai/retos

English (LSJ)

ον,

   A removed from office and re-elected, of public officers, Eup.89, Archipp.14, Nicostr.34.    2 of buildings, pulled down and rebuilt, patched up, Pi.Fr.84, cf. Harp. s.v., Hsch., etc.; also σιδήρου π. IG12.313.131 (Eleusis).    3 παλιναίρετα γεγονότα . . καὶ διεφθαρμένα Pl.Ti.82e, expld. by Tim.Lex. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον . . αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα.

German (Pape)

[Seite 450] wiedergewählt, von Beamten, die abgesetzt und wieder gewählt worden sind, VLL.; vgl. bes. Harpocr. – Bei B. A. 59 wird erkl. παλιναίρετα τὰ ἐκ καταλύσεως οἰκοδομίας παλαιᾶς εἰς ἑτέραν πρόσφατον οἰκοδόμησιν ἐμβαλλόμενα, also alte Baumaterialien; vgl. Pind. bei Harpocr.; dah. auch = der Ausbesserung bedürftig, baufällig, u. übh. verderbt, καὶ διεφθαρμένα, Plat. Tim. 82 e.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλῐναίρετος: -ον, ὁ παυθεὶς καὶ πάλιν αἱρεθείς, ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ὁ ἀποχειροτονηθεὶς τὴν ἀρχὴν καὶ πάλιν χειροτονηθείς, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 5, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 3, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 8· καὶ ἐπὶ οἰκοδομημάτων καθαιρεθεὶς (κρημνισθεὶς) καὶ ἀνοικοδομηθείς, ἐπισκευασθείς, Πινδ. Ἀποσπ. 54· ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λ., Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ., καὶ πρβλ. παλίμβολος, παλινάγρετος. 2) τὸ ἐν Πλάτ. Τιμ. 82E χωρίον: παλιναίρετα γεγονότα ... καὶ διεφθαρμένα, ἑρμηνεύεται ἐν τῷ τοῦ Τιμαίου Λεξικ. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον ... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα, ἴδε Ruhnk εἰς Τίμ.

English (Slater)

παλιναίρετος
   1 demolished and rebuilt παλιναίρετα (sc. οἰκοδομήματα) fr. 84.