τῶ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
French (Bailly abrégé)
dor. p. τοῦ, gén. masc. et neutre de l’art. ὁ, ἡ, τό.
English (Autenrieth)
English (Slater)
(codd. τῷ; cf. Bacch., 17. 39.)
1 therefore τῶ σε μὴ λαθέτω (P. 5.23) τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (Hartung: τῷ codd., quod receperunt alii, “Cleandro” vel “ideo” interpretantes) (I. 8.5) ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (Schr.: τῷ cod.) (I. 8.66)
English (Slater)
(codd. τῷ; cf. Bacch., 17. 39.)
1 therefore τῶ σε μὴ λαθέτω (P. 5.23) τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (Hartung: τῷ codd., quod receperunt alii, “Cleandro” vel “ideo” interpretantes) (I. 8.5) ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον (Schr.: τῷ cod.) (I. 8.66)