ἁμέτερος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡμέτερος.
English (Slater)
ᾱμέτερος pl. pro sing. =
1 ἐμός. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.8) ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας (P. 3.2) ὕμνοι ἁμέτεροι (P. 3.65) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα (N. 3.1) ]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.