θεοπροπέω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A prophesy, but only in part. masc., θεοπροπέων ἀγορεύεις Il.1.109, cf. Od.2.184, Pi.P.4.190, A.R.2.922. II to be a θεοπρόπος 11, in Boeot. form θιοπρ-, IG7.3207 (Orchom.).
German (Pape)
[Seite 1197] wahrsagen, nur part. θεοπροπέων, Il. 1, 109. 2, 322 Od. 2, 184, Pind. P. 4, 190, Ap. Rh. 2, 922.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπροπέω: προφητεύω, ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ. ἀρσ., θεοπροπέων ἀγορεύεις Ἰλ. Α. 109., Β. 322, Ὀδ. Β. 184, Πίνδ. Π. 4. 339, κτλ.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés. θεοπροπέων;
annoncer la volonté des dieux, rendre des oracles.
Étymologie: θεοπρόπος.