ἀκάμας

From LSJ
Revision as of 14:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάμας Medium diacritics: ἀκάμας Low diacritics: ακάμας Capitals: ΑΚΑΜΑΣ
Transliteration A: akámas Transliteration B: akamas Transliteration C: akamas Beta Code: a)ka/mas

English (LSJ)

[ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω)

   A untiring, ἠέλιος, Σπερχειός, etc., Il.18.239, 16.176, al. (not in Od.); ἵπποι Pi.O.1.87; Νότος, Βορέας S.Tr.112 (lyr.); χρόνος Critias 18; πόνοι unceasing, Arist.Fr.675; νόος Them.Or.6.79c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάμας: [ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω) ἀκαταπόνητος, μὴ ἀναπαυόμενος, ἠέλιος, Σπερχειός, κτλ., Ἰλ. Σ. 239., Π. 176, καὶ ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), ἵπποι, Πινδ. Ο. 1. 140· Νότος, Βορέας, Σοφ. Τρ. 112 (λυρ.)· χρόνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 597· ἀκ. πόνοι, ἀκατάπαυστοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 596.

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ, ἡ)
infatigable.
Étymologie: ἀ, ἔκαμον, de κάμνω.

English (Slater)

ᾰκᾰμας
   1 unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.