εἰσενεκτέον
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
Greek (Liddell-Scott)
εἰσενεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ εἰσφέρω, δεῖ εἰσφέρειν, Θ. Στουδ. σ. 1092, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
hay que procurar, hay que proveer ὑπὲρ οὗ πᾶσαν εἰ. σπουδήν Gr.Naz.M.36.397C
•medic. hay que administrar τὰ ψαθαρώτερα Archig. en Orib.8.1.7.