ἀμισής
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ές,
A not hateful, agreeable, Ph.2.70, Plu.2.10a: Comp. -έστερος less troublesome, X.Eq.8.9. Adv. -σῶς Ph.2.57.
German (Pape)
[Seite 125] ές (μῖσος), nicht verhaßt, ἀμισέστερα τῷ ἵππῳ, dem Pferde weniger unangenehm, Xen. Equ. 8, 9; Plut. ed. lib. 14. – Adv., Phil.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμῐσής: -ές, ὁ μὴ μισητός, Πλουτ. 2. 10Α: - Συγκρ. ἀμισέστερος, ἧττον δυσάρεστος, ἀμισέστερα γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ ταῦτα Ξεν. π. Ἱππ. 8, 9: - Ἐπίρρ. -σῶς, Φίλων 2. 57.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non odieux.
Étymologie: ἀ, μῖσος.
Spanish (DGE)
(ἀμῑσής) -ές
1 no odioso, agradable ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.Eq.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a
•subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto Ph.2.70.
2 adv. -ῶς agradablemente ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57.