διαθρυλέω

From LSJ
Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθρῡλέω Medium diacritics: διαθρυλέω Low diacritics: διαθρυλέω Capitals: ΔΙΑΘΡΥΛΕΩ
Transliteration A: diathryléō Transliteration B: diathryleō Transliteration C: diathryleo Beta Code: diaqrule/w

English (LSJ)

   A spread abroad, mostly in pf. and plpf. Pass., to be commonly reported, διετεθρύλητο ὡς . . X.Mem.1.1.2; to be hackneyed, of a quotation, Plu.Cim.15.    II Pass., to be talked deaf, διαθρυλουμένους ὑπό σου X.Mem.1.2.37; διατεθρύλημαι ἀκούων Pl.Ly.205b; διατεθρυλημένος τὰ ὦτα Id.R.358c.

Greek (Liddell-Scott)

διαθρῡλέω: (ἴδε ἐν λ. θρυλέω, = διαθροέω)· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 répandre un bruit : διετεθρύλετο ὡς XÉN c’était un bruit répandu que, etc.
2 rebattre les oreilles, assourdir en parlant ou en criant.
Étymologie: διά, θρυλέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. διαθρυλλ- por geminación expresiva
I tr.
1 divulgar, hablar constantemente de ἐκεῖνα D.C.78.35.2, ταῦτα Ath.Al.H.Ar.44.9, cf. Hsch., en v. pas. οἶμαι αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφθαι διαθρυλουμένους ὑπὸ σοῦ creo que éstos están totalmente desgastados de lo que han sido mencionados por tí X.Mem.1.2.37, cf. Theo.Prog.64.24.
2 llenar de noticias, ensordecer ἀνδρῶν, οὓς διατεθρυλληκέναι ἐς ἑαυτὸν φής los cuales dices te estaban ensordeciendo con noticias Amel.Ep. en Porph.Plot.17.
II en v. pas. perf. o plusperf.
1 estar extendida una noticia, divulgarse c. ὡς: διετεθρύλητο γὰρ ὡς ... X.Mem.1.1.2
de abstr. estar muy difundido, ser muy popular, estar muy divulgado λόγους ... λέγω τοὺς πάλαι παρ' ὑμῖν διατεθρυλημένους Isoc.15.55, de unos versos τὰ Εὐπόλιδος διατεθρύληται περὶ Κίμωνος Plu.Cim.15, ἐμοὶ πάνυ διατεθρύλλητο τὰ τοιαῦτα περὶ αὐτοῦ Iul.Ep.79, διατεθρύλληται ἡ πίστις ὑμῶν Chrys.M.62.399.
2 estar ahíto de noticias de donde estar ensordecido de pers. ὑπ' ἐμοῦ ἀεὶ ἀκούων διατεθρύληται Pl.Ly.205b, διατεθρυλημένος τὰ ὦτα, ἀκούων ... Pl.R.358c, cf. Aen.Gaz.Thphr.12.4, ἐκκλησία ὑπὸ τῆς νέας ταύτης ... προφητείας ... διατεθρυλημένη Anón. en Eus.HE 5.16.4
en pres. ser aturdido βασιλέα ὑπὸ πολλῶν τὰ ὦτα διαθρυλλούμενον Chrys.M.58.571.