γαμικός
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for marriage, νόμοι Pl.Lg.721a; γ. ὁμιλία connubial intercourse, Arist.Pol.1334b32; γ. ὑμέναιος Pherecr. 12 D.; γ. ὕμνος a bridal song, Hippoloch. ap. Ath.4.130a, Porph.Marc.2; συγγραφή POxy.1473.25 (iii A. D.); τὰ γ. bridal, wedding, Th.2.15; questions of marriage-rights, Id.6.6, cf. Arist.Pol. 1304a14. Adv. -κῶς ἑστιᾶν feast as at a wedding, Id.EN1123a22. 2 γαμικόν, τό, marriage-contract, POxy.903.17 (iv A. D.). II of persons, of marriageable age, Epigr.Gr.288.7 (Cyprus): pr. n. in IG14.496.
German (Pape)
[Seite 473] 1) hochzeitlich, ὕμνος, συμπόσιον, Ath. IV, 130 a V, 188 b. – 2) die Ehe betreffend, νόμοι Plat. Legg. IV, 721 a; τὰ γαμικά, Hochzeit, Ehe, Thuc. 2, 15. 6, 6; Arist. Pol. 5, 4; γαμικῶς ἑστιᾶν, hochzeitlich bewirthen, Eth. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
γαμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γάμον, νόμοι Πλάτ. Νόμ. 712Α · γ. ὁμιλία, ἡ σαρκικὴ μῖξις, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 1 · γ. ὕμνος, γαμήλιον ᾆσμα, Ἱππόλοχ. παρ ᾽ Ἀθην. 130Α · τά γαμ., ὁ γάμος, Λατ. nuptiae, Θουκ. 2. 15., 6. 6. ― Ἐπίρρ., γαμικῶς ἑστιᾶν, ὡς εἰς γάμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν ἡλικίᾳ γάμου ὤν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2647, πρβλ. 5719. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν γυναῖκά του, Χρησμ. Σιβ. 7. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.
Étymologie: γάμος.
Spanish (DGE)
(γᾰμῐκός) -ή, -όν
I de cosas y abstr.
1 relativo a la boda, nupcial ὑμέναιον Pherecr.205, μέλη Phryn.PS 58, ὕμνον Ath.130a, Porph.Marc.2, χλανίς Ar.Au.1693, στολή Chares 4, δεῖπνα Plu.2.666d, συμπόσιον Ath.188b, κλίνη ... γ. cama nupcial Poll.3.143, χρῖσμα Philostr.VA 3.1, διασκευή Gr.Nyss.Hom.in Cant.180.10, γαμικὰ ... ἀναλώματα gastos de boda, PLond.1708.99 (VI d.C.), ἕδνα PFlor.294.14 (VI d.C.)
•subst. τὰ γαμικά la boda, las ceremonias nupciales καὶ νῦν ἔτι ... πρό τε γαμικῶν ... νόμιζεται τῷ ὕδατι χρῆσθαι Th.2.15, πολλὰ τῶν γαμικῶν ... δρᾶται διὰ γυναικῶν Plu.2.667b, τὰ γαμικὰ πάνθ' ἡμῖν καταδείξασα D.C.56.5.5, cf. Philostr.Gym.27.
2 relativo al matrimonio, matrimonial γαμικοὶ δὲ νόμοι leyes que regulan el matrimonio Pl.Lg.721a, τὴν γαμικὴν ὁμιλίαν relación sexual matrimonial Arist.Pol.1334b32, κλῆρος Vett.Val.113.6, συμβιώσεις Vett.Val.387.13, πολλὰ εἰποῦσα ἐλεεινὰ καὶ γαμικά diciendo (Políxena a Aquiles) muchas palabras tristes y propias de una esposa Philostr.Her.65.8, ὁ ἓξ ... γ. τυγχάνων resultando ser el seis el número conyugal (cf. γάμος III) Aristid.Quint.124.19, τ υπογράφος γ. certificado de matrimonio, IEphesos 14.32 (I a.C.), γραφαὶ γαμικαί contrato matrimonial, PStras.inv.87re.3.1 (II d.C.) en AfP 4.1908.133, συμβόλαιον D.C.79.6.3, Hsch.s.u. συνάλλαγμα, cf. Mitteis Chr.372.6.21 (II d.C.), συγγραφή CPR 1.188.25, POxy.237.8 (ambas II d.C.), PMasp.6ue.118 (VI d.C.) en BL 1.101, ἕδνα PFlor.294.14 (VI d.C.)
•neutr. subst. γ. compromiso formal de matrimonio op. ἄγραφος γάμος: γ. γέγονεν POxy.903.17 (IV d.C.)
•γαμικά asuntos matrimoniales Th.6.6, Arist.Pol.1304a14.
II de pers. en edad de casarse, núbil Εὐλάλιος, γ. μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις GVI 1325.7 (Chipre II/III d.C.), cf. IG 14.496 (Catania).
III adv. -ῶς
1 como en una boda ἐρανιστὰς γ. ἑστιῶν Arist.EN 1123a22.
2 como esposos, maritalmente συμβιωτεύειν ... γ. Cyr.Al.M.76.820B.