ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἐκπέτασις, ἔγερσις, ἅπλωμα, δίωσις, ἐκπετασμός, διωσμός, ἀνάχυμα, ἐξάπλωσις, ἀπέκτασις, ἔκτασις, ἀραίωσις, διάστασις, διάλυσις, διαστολή, ἔντασις