συζάω
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
German (Pape)
[Seite 972] (s. ζάω), mit-, zusammenleben; auch θηρίον ὕδατι συζῶν, im Wasser lebend, Aesch. frg. in B. A. 5, 21; Plat. Polit. 302 b; sein Leben wobei zubringen, φιλοπραγμοσύνῃ χρῆσθαι καὶ συζῆν, Dem. 1, 14; πενίᾳ, Alciphr. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συζάω: ζῶ μετά τινος, χαλεπὴ συζῆν Πλάτ. Πολιτ. 302Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 6, 1., 9. 9, 10, κ. ἀλλ.· μετὰ δοτ. προσ., σ. τινι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231b, Δημ. 363. 4· μετά τινος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 4· μετὰ δοτ. πράγμ., σ. φιλοπραγμοσύνῃ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου ἐν πολυπραγμοσύνῃ, ἀναμιγνυόμενος εἰς ὑποθέσεις, Δημ. 13. 10· βίῳ αὐχμηρῷ σ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 1· ἀλλά, θηρίον ὕδατι συζῶν, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, Αἰσχύλ. (;) ἐν Α. Β. 5. 2) ἀπολ., ζῶ ὁμοῦ, συζῶ, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 3, πρβλ. 3. 9, 13, Ἠθ. Νικ. 8, 3, 5· οἱ συζῶντες αὐτόθι 8. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. συζήσομαι, etc.
vivre ensemble, vivre avec : τινι, μετά τινος avec qqn ; fig. vivre avec (une habitude, une passion, etc.) τινι.
Étymologie: σύν, ζάω.
English (Strong)
from σύν and ζάω; to continue to live in common with, i.e. co-survive (literally or figuratively): live with.