χρωστήρας

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

ο / χρωστήρ, -ῆρος, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο για βάψιμο, κν. πινέλο, βούρτσα
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ μόλυβος» — το κοντύλι, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρωσ- του ρ. χρώννυμι (πρβλ. παθ. παρακμ. κέ-χρωσ-μαι) + κατάλ. -τήρ(ας)].