τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
η / χωριατία, ΝΜ χωριάτης
έλλειψη καλής συμπεριφοράς, απρέπεια, αγένεια
νεοελλ.
συνεκδ. το σύνολο των χωρικών, οι χωριάτες («μαζεύτηκε όλη η χωριατιά για να γιορτάσει»)
μσν.
βαριά προσβολή εις βάρος κάποιου.