Ακαδήμεια

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source

Greek Monolingual

Ἀκαδήμεια και -ία, η (Α)
1. ιερό άλσος στα περίχωρα της Αρχαίας Αθήνας, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ήρωα Ακάδημου
2. η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων στον χώρο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἀκάδημος.
ΠΑΡ. ακαδημεικός, ακαδημιακός, ακαδημικός
αρχ.
ἀκαδημαϊκός, ἀκαδημίηθεν, ἀκαδήμιος].