Πικηνοί
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les habitants du Picenum.
Étym. lat. Picenum.
Greek Monolingual
οι, Ν
λαός που κατοικούσε στην αδριατική ακτή της Ιταλίας από την πρώιμη εποχή του σιδήρου.
Russian (Dvoretsky)
Πικηνοί: οἱ (лат. Picentes и Picentini) жители Пицена Plut.