Ρωμιός
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
ο, θηλ. Ρωμιά, ΝΜ
1. ο Ρωμαίος, ο κάτοικος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. της Βυζαντινής και, ειδικότερα, ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος του Βυζαντίου
νεοελλ.
1. (ειδικότερα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας) ο Έλληνας, ο Γραικός
2. (ειρων.-μειωτ., συχνά με υποδήλωση της πονηριάς, της εφευρετικότητας και του απείθαρχου χαρακτήρα του) ο Νεώτερος Έλληνας, συν. ο λαϊκός Έλληνας
3. (το αρσ. πληθ., στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, κατ' αντιδιαστολήν προς το Έλληνες, δηλωτικό τών αρχαίων Ελλήνων) οι Ρωμιοί
οι Νεώτεροι Έλληνες, το νεοελληνικό έθνος, το ρωμέικο, η ρωμιοσύνη
4. παροιμ. α) «ύστερα έρχεται του Ρωμιού η γνώση» — δηλώνει ότι ο Έλληνας συνετίζεται αφού υποστεί παθήματα
β) «πέντε Ρωμιοί δέκα γνώμες» — δηλώνει ότι οι Νεοέλληνες δύσκολα συμφωνούν μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. Ῥωμαῖος «πολίτης του Ανατολ. Ρωμαϊκού, δηλ. Βυζαντινού, Κράτους» με συνίζηση (πρβλ. Μυτιληναῖος: Μυτιληνιός)].