άβολος

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄβολος, -ον (Α)
1. (για το πουλάρι) αυτό που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα δόντια του
2. (για το γέρικο άλογο) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + βολή < βάλλω].
(II)
-η, -ο
1. αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο ακατάλληλος, ο δύσχρηστος
2. μτφ. δύσκολος, κακότροπος, ιδιότροπος, δυσκολομεταχείριστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + βολή (= ευκολία)].