Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άσπλαχνος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

(AM ἄσπλαγχνος)
αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος
αρχ.
1. ο δειλός
2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σπλάγχνον
το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του δυσπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος -γχν-].