έγκλειστος

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἔγκλειστος, -ον)
ο κλεισμένος, περιορισμένος σ' έναν τόποέγκλειστος οικοτροφείου, φρενοκομείου»)
νεοελλ.
(για επιστολή) αυτός που περιλαμβάνεται στον ίδιο φάκελο με την επιστολή («έγκλειστη επιταγή, αναφορά»)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκλειστος
μοναχός που ζει σε μοναχικό κελί, ερημίτης, ασκητής.