έγκληση

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἔγκλησις)
μήνυση την οποία υποβάλλει ο παθών ή όποιος δικαιούται να τήν υποβάλει για αξιόποινη πράξη που δεν διώκεται αυτεπαγγέλτως
αρχ.
1. κατηγορία, καταγγελία
2. μομφή.