έμπλεος
From LSJ
-α, -ο (AM ἔμπλεος, -α, -ον
Α και ἔμπλεως, -ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, -η, -ον
1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα
αρχ.
φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» — παραφουσκωμένος από εγωισμό.