αγέλαστος

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγέλαστος -ον) γελῶ
αυτός που δεν γελάει, σκυθρωπός, σοβαρός
νεοελλ.
1. (για πράγματα και καταστάσεις) αυτός που δεν προκαλεί το γέλιο, αυτός με τον οποίο δεν γελάει κανείς
2. αυτός που δεν «γελιέται», δεν εξαπατάται
3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέλαστος
ομαδικό παιδικό παιχνίδι, κατά το οποίο οι παίκτες κοιτάζονται μεταξύ τους και προσπαθούν με αστείους μορφασμούς να προκαλέσουν το γέλιο τών άλλων, χωρίς να γελούν οι ίδιοι
αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί θεωρείται νικητής
αρχ.
αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να γελάσει, ο σοβαρός.