αγίασμα

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

το (Α ἁγίασμα) αγιάζω
νερό καθαγιασμένο με θρησκευτική τελετή, αγιασμός
νεοελλ.
1. καθαγίαση με θρησκευτική τελετή, αγιασμός
2. ράντισμα με αγιασμένο νερό
3. πηγή από την οποία ρέει νερό που θεωρείται ιερό και έχει θεραπευτικές ιδιότητες
4. ο γύρω από την πηγή αυτή χώρος
εκκλ.
1. οτιδήποτε είναι ιερό, αγιασμένο, εξαγνισμένο
2. ο τόπος ο προορισμένος για τη λατρεία του Θεού (πρβλ. ἁγιαστήριον)
3. η Αγία Τράπεζα
4. τα Τίμια Δώρα
5. ιερότητα, αγιότητα.