ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
αγανός
1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω
2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά
3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά
4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ.